καλοβάτης

καλοβάτης
ο (AM καλοβάτης)
αυτός που βαδίζει πάνω σε καλόβαθρο
αρχ.
αυτός που βαδίζει πάνω σε σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο-βάτης, ορει-βάτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • SCHOENOBATES — memoratur Iuvenali Sat. 3. v. 77. Labeoni Funambulus l. 54. ff. de act. empti. Appuleio Funirepus, Floridor. l. 4. Graecis Σχοινοβάτης, item Καλοβάτης in Glossis, κάλοι namque χοινία sunt, interprete Heschiô; apud Romanos inter servos fuit… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… …   Dictionary of Greek

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

  • καλοβατικός — ή, ό [καλοβάτης] αυτός που ανήκει στην ομάδα τών καλοβάμονων πτηνών. επίρρ... καλοβατικώς 1. με τον τρόπο τών καλοβατών 2. με τον τρόπο τών καλοβάμονων πτηνών …   Dictionary of Greek

  • καλοβατώ — καλοβατῶ, έω (Α) [καλοβάτης] βαδίζω πάνω σε καλόβαθρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”